Ετυμολογία

επεξεργασία
beefy < beef + -y

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbiːfi/

  Επίθετο

επεξεργασία

beefy (en)

  1. μοσχαρίσιος, βοδινός· που μοιάζει με μοσχάρι ή βόδι· που έχει γεύση μοσχαριού ή βοδιού
  2. που περιέχει μοσχαρίσιο ή βοδινό κρέας
  3. (ανεπίσημο) εύρωστος, μυώδης, γεροδεμένος
  4. (ανεπίσημο) στιβαρός, ρωμαλέος