Ετυμολογία

επεξεργασία
batellerie < bateau

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
batellerie batelleries

batellerie (fr) θηλυκό

  1. ο τομέας της οικονομίας που αφορά τις μεταφορές μέσω των ποταμών και των καναλιών
  2. το σύνολο των πλοίων που πλέουν στα ποτάμια