baptopatro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bap.toˈpa.tɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptopatro | baptopatroj |
αιτιατική | baptopatron | baptopatrojn |
baptopatro (eo)
- ο νονός