bankalsono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankalsono | bankalsonoj |
αιτιατική | bankalsonon | bankalsonojn |
bankalsono (eo)
- το μαγιό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankalsono | bankalsonoj |
αιτιατική | bankalsonon | bankalsonojn |
bankalsono (eo)