banejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banejo | banejoj |
αιτιατική | banejon | banejojn |
banejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banejo | banejoj |
αιτιατική | banejon | banejojn |
banejo (eo)