balalajko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balalajko | balalajkoj |
αιτιατική | balalajkon | balalajkojn |
balalajko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balalajko | balalajkoj |
αιτιατική | balalajkon | balalajkojn |
balalajko (eo)