μπαλαλάικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλαλάικα | οι | μπαλαλάικες |
γενική | της | μπαλαλάικας | — | |
αιτιατική | την | μπαλαλάικα | τις | μπαλαλάικες |
κλητική | μπαλαλάικα | μπαλαλάικες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαλαλάικα < (άμεσο δάνειο) ρωσική балалайка
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.laˈla.i.ka/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαλαλάικα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό τρίχορδο μουσικό όργανο της Ρωσίας