Ετυμολογία

επεξεργασία
bailli < παλαιά γαλλική bail < λατινική bajulus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ji/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bailli baillis

bailli (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία