bail in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bail in | bail ins |
bail in (en)
- (οικονομία) η διάσωσης μιας τράπεζας από αφερεγγυότητα (χρεοκοπία) χρησιμοποιώντας τις καταθέσεις των πελατών της
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- bail in στην αγγλική Βικιπαίδεια