bail out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- βγάζω κάποιον από τη φυλακή πληρώνοντας την εγγύηση
- (ναυτικός όρος) βγάζω τα νερά από ένα σκάφος
- πηδώ με αλεξίπτωτο από ένα αεροπλάνο για να σωθώ
- 2004, Chris Wallace, Character: Profiles in Presidential Courage
- Holmes bailed out of his fighter and parachuted onto an apartment house.
- 2004, Chris Wallace, Character: Profiles in Presidential Courage
- (ιδιωματικό) διασώζω, κυρίως οικονομικά
- Once again, the industry got itself in trouble and government had to bail it out
- (αργκό) κάνω κοπάνα
- I'm going to bail out of class today.
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- bail out στην αγγλική Βικιπαίδεια