bagatelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bagatelo | bagateloj |
αιτιατική | bagatelon | bagatelojn |
bagatelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bagatelo | bagateloj |
αιτιατική | bagatelon | bagatelojn |
bagatelo (eo)