ψιλικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ψιλικά | ||
γενική | των | ψιλικών | ||
αιτιατική | τα | ψιλικά | ||
κλητική | ψιλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψιλικά < ψιλός + ικά (πβ. αρχαία ελληνική ψιλικός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρήσιμα στην καθημερινή ζωή μικροαντικείμενα (πχ κλωστές, μολύβια αλλά και εφημερίδες, τσιγάρα κλπ) που πουλιούνται από μικρά συνοικιακά καταστήματα (τα καταστήματα ψιλικών ή ψιλικατζίδικα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψιλικά
|