back-end
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
back-end | back-ends |
back-end (en)
Επίθετο επεξεργασία
back-end (en)
- (πληροφορική) ότι έχει σχέση με το τμήμα του λογισμικού που δεν αντιλαμβάνεται ο χρήστης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- back-end στην αγγλική Βικιπαίδεια