Ετυμολογία

επεξεργασία
babilemulino < babil- + -em- + -ul- + -in- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική babilemulino babilemulinoj
αιτιατική babilemulinon babilemulinojn

babilemulino (eo)

  • η φλύαρη γυναίκα, το φλύαρο κορίτσι