Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.bil/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
babil babils

babil (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) φλυαρία
     συνώνυμα: babillage, bavardage, caquet
  2. ευχάριστη πολυλογία (λέγεται για παιδιά)
  3. ευχάριστος θόρυβος που επαναλαμβάνεται συνεχώς