παραθετικά
θετικός authoritative
συγκριτικός more authoritative
υπερθετικός most authoritative

  Ετυμολογία

επεξεργασία
authoritative < authority + -ative

  Επίθετο

επεξεργασία

authoritative (en)

  1. αυταρχικός, με ύφος που διατάζει
    ⮡  in an authoritative tone - με αυταρχικό τόνο
  2. αξιόπιστος, έγκυρος, που μπορώ να εμπιστευτώ ως αληθινό και σωστό
    ⮡  authoritative sources - αξιόπιστες πηγές
    ⮡  authoritative information - έγκυρες πληροφορίες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable