Ετυμολογία

επεξεργασία
attineo < ad + teneo

attineo

  1. κατέχω
  2. κρατώ
  3. τείνω
  4. παρατείνω
  5. φτάνω
  6. (απρόσωπο): ταιριάζει, ανήκει, αποβλέπει, ωφελεί