atestaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atestaĵo | atestaĵoj |
αιτιατική | atestaĵon | atestaĵojn |
atestaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atestaĵo | atestaĵoj |
αιτιατική | atestaĵon | atestaĵojn |
atestaĵo (eo)