Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.sa.si.na/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assassinat assassinats

assassinat (fr) αρσενικό

  1. η δολοφονία
  2. ο φόνος
  3. (κατ’ επέκταση) άδικη βία
  4. κάτι που εκμηδενίζει, που καταστρέφει

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία