aserto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aserto | asertoj |
αιτιατική | aserton | asertojn |
aserto (eo)
- η δήλωση, ο ισχυρισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aserto | asertoj |
αιτιατική | aserton | asertojn |
aserto (eo)