Ουσιαστικό

επεξεργασία

arrogance (en) θηλυκό


  Ετυμολογία

επεξεργασία
arrogance < λατινική arrogantia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ʁɔ.ɡɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arrogance arrogances

arrogance (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία