arrachement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arrachement | arrachements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
arrachement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη arracher
ενικός | πληθυντικός |
arrachement | arrachements |
arrachement (fr) αρσενικό