Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
arrachement arrachements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

arrachement (fr) αρσενικό

  1. ξερίζωμα
  2. (μεταφορικά) έντονος ψυχικός πόνος που οφείλεται σε έναν χωρισμό ή μια θυσία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη arracher