arbitraciisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arbitraciisto < arbitraci- + -ist- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbitraciisto | arbitraciistoj |
αιτιατική | arbitraciiston | arbitraciistojn |
arbitraciisto (eo)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Αυτός που έχει την διαιτησία σαν επάγγελμα (-ist-), αντίθετα με το arbitracianto).