Ετυμολογία

επεξεργασία
arbitracianto < arbitraci- + -ant- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική arbitracianto arbitraciantoj
αιτιατική arbitracianton arbitraciantojn

arbitracianto (eo)

Σημειώσεις

επεξεργασία
Κυριολεκτικά: αυτός που ξεχωρίζει δύο ή περισσότερες ιδέες, στο παρόν (-ant-).

Συνώνυμα

επεξεργασία