arĥitekturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- arĥitekturo < arĥitektur- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĥitekturo | arĥitekturoj |
αιτιατική | arĥitekturon | arĥitekturojn |
arĥitekturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĥitekturo | arĥitekturoj |
αιτιατική | arĥitekturon | arĥitekturojn |
arĥitekturo (eo)