arĥitektur-
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- arĥitektur- < γαλλική, αγγλική architecture, γερμανική Architectur, ρωσική архитектура, πολωνική architektura...
Ρίζα επεξεργασία
arĥitektur- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αρχιτεκτονική