aréole
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aréole < λατινική areola, υποκοριστικό του area (επιφάνεια)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aréole | aréoles |
aréole (fr) θηλυκό
- η άλως (4ος ορισμός)
ενικός | πληθυντικός |
aréole | aréoles |
aréole (fr) θηλυκό