Ετυμολογία

επεξεργασία
aréole < λατινική areola, υποκοριστικό του area (επιφάνεια)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aréole aréoles

aréole (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία