aplikado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aplikado | aplikadoj |
αιτιατική | aplikadon | aplikadojn |
aplikado (eo)
- η εφαρμογή, η εκτέλεση, η πραγματοποίηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aplikado | aplikadoj |
αιτιατική | aplikadon | aplikadojn |
aplikado (eo)