antaŭzorgo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭzorgo | antaŭzorgoj |
αιτιατική | antaŭzorgon | antaŭzorgojn |
antaŭzorgo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- antauzorgo στο H-sistemo
- antauxzorgo στο X-sistemo