angle droit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angle droit | angles droits |
angle droit (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία) η ορθή γωνία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
angle droit | angles droits |
angle droit (fr) αρσενικό