ananassuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ananassuko | ananassukoj |
αιτιατική | ananassukon | ananassukojn |
ananassuko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ananassuko | ananassukoj |
αιτιατική | ananassukon | ananassukojn |
ananassuko (eo)