analizisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | analizisto | analizistoj |
αιτιατική | analiziston | analizistojn |
analizisto (eo)
- ο αναλυτής
- (δημοσιογραφία) ο παρατηρητής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | analizisto | analizistoj |
αιτιατική | analiziston | analizistojn |
analizisto (eo)