ενικός         πληθυντικός  
ampliation ampliations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ampliation (fr) θηλυκό

  1. επέκταση
  2. (κατ’ επέκταση) επικυρωμένο αντίγραφο διοικητικού ή συμβολαιογραφικού εγγράφου
  3. (φυσιολογία) αύξηση του θωρακικού όγκου κατά την εισπνοή

Συγγενικά

επεξεργασία