amaskomunikilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amaskomunikilo < amas(o) + komunik(i) + -il- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaskomunikilo | amaskomunikiloj |
αιτιατική | amaskomunikilon | amaskomunikilojn |
amaskomunikilo (eo)
- (συνήθως στον πληθυντικό) ΜΜΕ, μέσο μαζικής επικοινωνίας