Ετυμολογία

επεξεργασία
amaso < amas + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική amaso amasoj
αιτιατική amason amasojn

amaso (eo)

vi trovas amason de informoj en tiu libro, βρίσκετε πλήθος πληροφοριών σ' αυτό το βιβλίο