amasiĝo
(Ανακατεύθυνση από amasigho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amasiĝo | amasiĝoj |
αιτιατική | amasiĝon | amasiĝojn |
amasiĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amasiĝo | amasiĝoj |
αιτιατική | amasiĝon | amasiĝojn |
amasiĝo (eo)