alvenejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvenejo | alvenejoj |
αιτιατική | alvenejon | alvenejojn |
alvenejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvenejo | alvenejoj |
αιτιατική | alvenejon | alvenejojn |
alvenejo (eo)