altometro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altometro | altometroj |
αιτιατική | altometron | altometrojn |
altometro (eo)
- όργανο μέτρησης του υψομέτρου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altometro | altometroj |
αιτιατική | altometron | altometrojn |
altometro (eo)