ενικός πληθυντικός
alolema alolemas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
alolema: κλασικό σύνθετο όπως στο λεξικό DGE (Χρειάζεται επέκταση) Μορφολογικά αναλύεται σε alo- < αρχαία ελληνική ἄλλος (αλλο-) [όπως και τα alomorfo, alófono, alótropo] + lema < λατινική lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alolema (es) αρσενικό

  • (λόγιο, λεξικογραφία) διαφορετική μορφή μιας λέξης με την ίδια σημασία
    ※  [για το λήμμα δράστης] δράστης@DGE του Diccionario Griego-Español (DGE) (ισπανικό λεξικό για τα αρχαία ελληνικά)
    Alolema(s): jón. δρήστης
    ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: μορφή/μορφές (άλλο/α λήμμα/τα): ιων(ικό): δρήστης