almozulejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozulejo | almozulejoj |
αιτιατική | almozulejon | almozulejojn |
almozulejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozulejo | almozulejoj |
αιτιατική | almozulejon | almozulejojn |
almozulejo (eo)