almozosako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozosako | almozosakoj |
αιτιατική | almozosakon | almozosakojn |
almozosako (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozosako | almozosakoj |
αιτιατική | almozosakon | almozosakojn |
almozosako (eo)