ενικός         πληθυντικός  
allowance allowances

  Ετυμολογία

επεξεργασία
allowance < allow + -ance

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

allowance (en)

  1. το επίδομα, οικονομική ενίσχυση
    ⮡  cost-of-living allowance - επίδομα ακρίβειας
  2. το επιτρεπόμενο όριο, η ποσότητα του κάτι που επιτρέπεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  checked baggage allowances - επιτρεπόμενα όρια παραδοτέων αποσκευών
    ⮡  If you need additional baggage allowance, there are various options for you.
    Εάν χρειάζεστε επιπλέον επιτρεπόμενο όριο αποσκευών, υπάρχουν διάφορες επιλογές για εσάς.
  3. (ειδικά αμερικανική σημασία) το χαρτζιλίκι, μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους
    ⮡  He helps out his dad and gets his allowance.
    Βοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το χαρτζιλίκι του.
     συνώνυμα: pocket money (ειδικά βρετανική σημασία)