Ετυμολογία

επεξεργασία
pocket money < → δείτε τις λέξεις pocket και money

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

pocket money (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ειδικά βρετανική σημασία) το χαρτζιλίκι, μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους
    ⮡  He helps out his dad and gets his pocket money.
    Βοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το χαρτζιλίκι του.
     συνώνυμα: allowance (ειδικά αμερικανική σημασία)
  2. (αμερικανική σημασία) τα ψιλά, μικρό χρηματικό ποσό που έχει κάποιος μαζί του
    ⮡  I don’t have pocket money for the bus.
    Δεν έχω ψιλά για το λεωφορείο.