pocket money
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαpocket money (en) (μη μετρήσιμο)
- (ειδικά βρετανική σημασία) το χαρτζιλίκι, μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους
- ⮡ He helps out his dad and gets his pocket money.
- Βοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το χαρτζιλίκι του.
- ≈ συνώνυμα: allowance (ειδικά αμερικανική σημασία)
- ⮡ He helps out his dad and gets his pocket money.
- (αμερικανική σημασία) τα ψιλά, μικρό χρηματικό ποσό που έχει κάποιος μαζί του
- ⮡ I don’t have pocket money for the bus.
- Δεν έχω ψιλά για το λεωφορείο.
- ⮡ I don’t have pocket money for the bus.