Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pocket money (en)

  1. το χαρτζιλίκι
  2. (ΗΠΑ) ψιλά, μικρό χρηματικό ποσό που έχει κάποιος μαζί του