Δείτε επίσης: allongé
      ενικός         πληθυντικός  
allonge allonges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

allonge (fr) θηλυκό

  1. κομμάτι υφάσματος για την επιμήκυνση ενός ενδύματος
  2. μήκος των χεριών ενός μποξέρ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη allonger