Επιφώνημα

επεξεργασία

alléluia (fr)

  1. (θρησκεία) αλληλούια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alléluia alléluias

alléluia (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το αλληλούια
  2. (φυτό) φυτό που ανθεί κατά το Πάσχα, του οποίου τα φύλλα έχουν υπόξινη γεύση