aligné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aligné < aligner
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aligné | alignés |
θηλυκό | alignée | alignées |
aligné (fr)
- ευθυγραμμισμένος, αραδιασμένος
- (πολιτική) που ακολουθεί τις γενικές κατευθύνσεις του κόμματός του