Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό non-aligné non-alignés
θηλυκό non-alignée non-alignées

non-aligné (fr)

  • (πολιτική) που δεν δεσμεύεται με σύμφωνα
les pays non-alignés, οι αδέσμευτες χώρες
politique non-alignée, αδέσμευτη πολιτική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
non-aligné non-alignés

non-aligné (fr) αρσενικό

les non-alignés, οι αδέσμευτοι