albumeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | albumeno | albumenoj |
αιτιατική | albumenon | albumenojn |
albumeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | albumeno | albumenoj |
αιτιατική | albumenon | albumenojn |
albumeno (eo)