akvorado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvorado | akvoradoj |
αιτιατική | akvoradon | akvoradojn |
akvorado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvorado | akvoradoj |
αιτιατική | akvoradon | akvoradojn |
akvorado (eo)