akuzanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuzanto | akuzantoj |
αιτιατική | akuzanton | akuzantojn |
akuzanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuzanto | akuzantoj |
αιτιατική | akuzanton | akuzantojn |
akuzanto (eo)